εὐθύτομος

εὐθύτομος
εὐθῠ-τομος, ον,
A cut straight, straight,

ὁδός Pi.P.5.90

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθύτομος — εὐθύτομος, ον (ΑΜ) 1. ο κομμένος ίσια 2. ομαλός, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τομος < τέμνω] …   Dictionary of Greek

  • εὐθυτόμως — εὐθύτομος cut straight adverbial εὐθύτομος cut straight masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύτομον — εὐθύτομος cut straight masc/fem acc sg εὐθύτομος cut straight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύτομα — εὐθύτομος cut straight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

  • ευθυτομία — εὐθυτομία, ἡ (Α) [ευθύτομος] η ευθεία χειρουργική τομή …   Dictionary of Greek

  • ευθυτομώ — εὐθυτομῶ, έω (ΑΜ) [ευθύτομος] μσν. ορθοτομώ, χαράζω τον ορθό δρόμο στην πίστη αρχ. κάνω ευθεία τομή σε εγχείρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”